ἐμβολή

ἐμβολή
ἐμβολ-ή, ,
A putting in, Thphr.Od.26 (pl.): esp. putting into its place, setting or reduction of a fracture or a dislocated limb,

ἐμβολὴν ποιεῖσθαι Hp.Fract.13

; mode of setting, Id.Art.2.
2 insertion of a letter,

ἐ. ποιεῖσθαι Pl.Cra. 437a

.
3 lading of a cargo, PStrassb.111.16 (iii B. C.), POxy.62.11 (iii A. D.): esp. shipment of corn to Rome and Constantinople, BGU15ii3 (ii A. D.), etc.; αἰσία ἐ. Just.Edict.13.4.1.
II inroad into an enemy's country, foray, X.An.[4.1.4], HG4.3.10; ἡ Θηβαίων ἐ. Arist.Pol.1269b37.
2 charge, of a bull, E.HF869; of an army. X. Cyr.7.1.18, Arr.Tact.12.10.
b esp.ramming of one ship by another, A.Pers.279 (lyr.), 336; ἀντιπρῴροις χρῆσθαι ταῖς ἐ. Th.7.36, etc. (opp. προσβολή, collision, ib.70); ἐμβολὰς ἔχειν to receive such charges, X.HG4.3.12; δοῦναι to make them, Plb.1.51.6, etc.; in A.Pers.415 ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις with shocks of brazen beaks (nisi leg. ἐμβόλοις).
c shock of battering-ram, Onos.42.5 (pl.).
3 stroke or discharge of a missile, E.Andr.1130, Plb.8.7.3, Luc.Nigr.36, etc.
4 entrance, pass, X.HG5.4.48; in Hdt.1.191 ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ is explained by the words τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει; also, mouth of a river, Thphr.HP4.11.8.
5 pl., gusts of wind, πνευμάτων σφοδρῶν ἐ. Ascl.Tact.12.10.
III battering-ram, τὸ προέχον τῆς ἐ. Th. 2.76.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμβολή — putting in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — η 1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή. 2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβολῇ — ἐμβολῆι , ἐμβολεύς anything put in masc dat sg (epic ionic) ἐμβολή putting in fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεριώδης εμβολή — Η απόφραξη μιας αρτηρίας από φυσαλίδες αέρα, που έχουν μπει στο αίμα στη διάρκεια της εγχείρησης ή μετά από τραυματισμό, από ατύχημα ή σε ατύχημα πίεσης (στην περίπτωση π.χ. των δυτών) …   Dictionary of Greek

  • ἐμβολαῖς — ἐμβολή putting in fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολαί — ἐμβολή putting in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολήν — ἐμβολή putting in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολῶν — ἐμβολή putting in fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”